επικατάγνυμαι

επικατάγνυμαι
ἐπικατάγνυμαι (Α)
1. κατασυντρίβομαι πάνω σε κάτι
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐπικατηγμένος, -η, -ον
αδύνατος, άτονος, τσακισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατάγνυμαι «συντρίβομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”